- μάγκιπος
- και μάγκιπας, ο, θηλ. μαγκίπισσα (Μ μάγκιψ και μάγκηψ και μάγγιψ, -πος και μάγκιπας και μάγκιπος)αυτός που παρασκευάζει και πουλά άρτο, αρτοπώλης, φούρναρηςνεοελλ.(το αρσ.) ο μάγκιποςο μοναχός που παρασκευάζει τον άρτο σε μονή.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. manceps, -ipis «εργολάβος, εγγυητής». Μεταγενέστερα η λ. κατέληξε να σημαίνει «αρτοπώλης»].
Dictionary of Greek. 2013.